ΤA KEIMENA ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
Η ιστορία του χωριού μας χάνεται στα βάθη των αιώνων. Γραπτά στοιχεία για το Βλάση έχουμε την περίοδο που το χωριό μας είχε κατακτηθεί από τους Ενετούς. Οι Ενετοί προκειμένου να χτίσουν το κάστρο της Μεθώνης έκαναν απογραφή στα χωριά που ήταν υπό την κατοχή τους. Στόχος τους ήταν να καταγράψουν τους πάντες ώστε να τους χρησιμοποιούν για τις αγγαρείες και ιδιαίτερα για το χτίσιμο του κάστρου της Μεθώνης. Από τόσο μακριά έφερναν κόσμο για να δουλέψει εκεί. Οι Βλασαίοι και οι άλλοι κάτοικοι της περιοχής για να αποφύγουν τις αγγαρείες και ιδιαίτερα το κουβάλημα της πέτρας κρυβόντουσαν για να μην απογραφούν. Έτσι η απογραφή των Ενετών του 1689 που έγινε στο Βλάση δεν πρέπει να αποτυπώνει την πραγματική κατάσταση. Σύμφωνα με την απογραφή το Βλάση είχε 12 κατοίκους (άνδρες 6, γυναίκες 4, κορίτσια 2). Ανεξάρτητα με το αν είναι αξιόπιστη ή όχι η απογραφή των Ενετών σημασία έχει ότι τότε δηλαδή το 1689 βρίσκουμε τα πρώτα γραπτά στοιχεία για την ύπαρξη του χωριού μας.
Μια ακόμη πηγή πληροφοριών για το Βλάση και τα διπλανά χωριά προέρχεται από τα Αρχεία της Ενετίας και συγκεκριμένα από τα έγγραφα του αρχείου Grimani. Τα έφερε στην επιφάνεια ο Κ. Ντόκος μέσα από το βιβλίο του «Η εν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την περίοδο της Β΄ ενετοκρατίας». Τα στοιχεία αφορούν την κατάσταση των εκκλησιών των χωριών Βλάση, Μηλιώτη, Μαργέλι, Κοντογόνι, Σκάρμιγκα και Πισπίσα το έτος 1696. Σύμφωνα με τα στοιχεία η κατάσταση για τα παραπάνω χωριά παρουσιάζει την παρακάτω εικόνα:
Το Βλάση στα χέρια των Ενετών. Ένα χωριό χωρισμένο στα τρία!!!
Το 1689 που έχουμε τα πρώτα γραπτά στοιχεία για το Βλάση βλέπουμε ότι το χωριό μας άνηκε στο Διαμέρισμα της Μεθώνης. Το διαμέρισμα της Μεθώνης ήταν χωρισμένο στις επαρχίες Φαναρίου, Αρκαδιάς, Ναβαρίνου και Μεθώνης. Το Βλάση εντάχθηκε στην επαρχία Μεθώνης. Η επαρχία Μεθώνης που είχε έδρα τη Μεθώνη, άρχιζε από τη θάλασσα και αφού περνούσε αριστερά του Λυκόδημου έφτανε μέχρι τα χωριά του Αριστομένη. Σύμφωνα με την απογραφή των Ενετών που έγινε το 1689 και στάλθηκε στη Βενετία το 1690 το Βλάση ήταν χωρισμένο σε τρία ξεχωριστά μέρη. Στο Άνω Βλάση (Vlassi Alto), στο Κάτω Βλάση (Vlassi Basso), στην Ψηλή Ράχη-Μέσο Βλάση(Pachilirachi Di Vlassi Mezo. Είναι φανερό ότι έχουμε ένα χωριό χωρισμένο σε τρεις οικισμούς. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι στο Βλάση υπάρχει και σήμερα τοπωνύμιο με την ονομασία «Ψηλή Ράχη»
Όταν οι Ενετοί ήταν στο Βλάση και στα υπόλοιπα μεσσηνιακά χωριά έθεσαν σε εφαρμογή ένα ύπουλο σχέδιο που είχε να κάνει με την καλλιέργεια της σταφίδας. Οι κάτοικοι των χωριών μας δεν είχαν ασχοληθεί με την καλλιέργεια της σταφίδας. Εξάλλου, το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής το κάλυπταν λόγγοι. Οι Ενετοί, γνώστες της αξίας της σταφίδας, έφεραν μαζί τους αρκετούς ειδικούς και πίεσαν το λαό να ξελογγώσει το έδαφος και να το καλλιεργήσει με σταφίδες. Με βαριά καρδιά, οι κάτοικοι κάτω από τις συνεχείς πιέσεις των νέων κατακτητών δούλευαν μέρα νύχτα, ξελογγώνοντας στρέμματα και στρέμματα για να τα φυτέψουν με σταφίδες, ελιές και αμπέλια. Κι όταν αυτά άρχισαν να αποδίδουν τους πρώτους καρπούς, μπήκε σε εφαρμογή το σχέδιο των Ενετών. Έφτιαξαν ένα κτηματολόγιο και κατάργησαν αμέσως την ατομική ιδιοκτησία. Όλες οι καλλιέργειες πέρασαν στα χέρια των Ενετών, που τις ενοικίαζαν με δημοπρασίες στους κατοίκους. Η απελπισία για την πλεονεξία των Ενετών μπήκε στην καρδιά και των ανθρώπων του χωριού μας.
Το Βλάση έμεινε στα χέρια των Ενετών μέχρι το 1715 που πέρασε στα χέρια των Τούρκων που κυρίευσαν ολόκληρη την περιοχή.
Το Βλάση στα χέρια των Τούρκων
Από το 1715 έως την επανάσταση του 1821 το Βλάση έμεινε στα χέρια των Τούρκων. Η ζωή των κατοίκων του χωριού μας κάτω από τον τούρκικο ζυγό δεν είχε καμία αξία. Ο ραγιάς δεινοπαθούσε. Οι Τούρκοι κατάργησαν τα διοικητικά διαμερίσματα των Ενετών και χώρισαν την περιοχή μας σε Βιλαέτια. Δημιούργησαν τα παρακάτω εννέα Βιλαέτια: Φαναρίου, Αρκαδιάς, Ναβαρίνου (περιελάμβανε όλα τα χωριά του Λυκόδημου και έφτανε μέχρι το χωριό Αληκοντούζι), Μεθώνης (περιελάμβανε τα χωριά που βρίσκονταν από τη θάλασσα μέχρι το Βλαχόπουλο), Κορώνης, Ανδρούσας, Νησιού, Ιμπλακίων και Μικρομάνης, Καλαμάτας. Είναι φανερό ότι το Βλάση εντάχτηκε στο Βιλαέτι του Ναβαρίνου. Το ποτάμι που ξεκινά από τη Μεγάλη Βρύση, κάτω από το Κοντογόνι, και περνά το Κρυόρρεμα, στου Ζαρκουμάνου, στο Μύλο Μπάρκα, στο Μύλο Λιακόπουλου και φτάνει στο Μύλο Κούπα, ήταν το σύνορο του βιλαετιού της Μεθώνης και του Βιλαετιού του Ναβαρίνου. Αν εξετάσουμε τα δύο αυτά βιλαέτια, θα δούμε ότι τα κριτήρια της διαίρεσης δεν είναι καθαρά γεωγραφικά αλλά έγιναν με βάση τα διάφορα τσιφλίκια. Τα σύνορα των τσιφλικιών καθόριζαν και τα σύνορα των βιλαετιών. Το κάθε βιλαέτι διοικούσε ο βοεβόδας, ο οποίος υπάκουε στο Μόρα-Βαλεσί.
Από τα παραπάνω φανερώνεται ότι το 1715 έχουμε την πρώτη εγκατάσταση Τούρκου διοικητή στο Βλάση. Αυτός εγκαταστάθηκε στο σπίτι που σήμερα είναι ιδιοκτησία της Όλγας και Ερμιόνης Κακούρη καθώς και του Γεωργίου Λαμπρόπουλου. Τα σπίτια του χωριού ήταν χωρισμένα σε δυο μαχαλάδες. Τον αριστερό και το δεξιό μαχαλά. Ο δεξιός μαχαλάς ξεκινούσε από το σημερινό σπίτι του Αντώνη Θεοδωρακόπουλου και έφτανε μέχρι το σπίτι του Σπύρου Κοτσόβολου (Σπύρακα). Ο ανατολικός μαχαλάς ξεκινούσε από το σπίτι του Ηλία Κακούρη και έφτανε μέχρι το σπίτι του Φώτη Αποστολόπουλου.
Ως προς τις καλλιέργειες, την περίοδο αυτή δεν έχουμε αλλαγές στη Βουφράδα. Τη σταφίδα συνήθως την αγόραζαν και την έκαναν εξαγωγή Άγγλοι έμποροι, ενώ το λάδι το αγόραζαν Γάλλοι Μόνο κατά τα χρόνια 1785-1786 οι εξαγωγές που πραγματοποίησαν οι Γάλλοι (από την Πελοπόννησο) είχαν φθάσει στο 1.500.000 περίπου οκάδες, ενώ άλλες 350.000 οκάδες εξήγαγαν έμποροι άλλων εθνικοτήτων.
Το Βλάση στην επανάσταση του 1821
Όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1821, Τούρκος διοικητής στο Βλάση ήταν ο Ασουλάν-μπέης και είχε για πρωτοπαλίκαρο το Βασίλη Κοτσόβολο. Τότε μαζί με τους άλλους μπέηδες της περιοχής αναγκάστηκε να καταφύγει στο κάστρο της Πύλου για να γλιτώσει. Εκεί πήγε και τον βρήκε ο Βασίλης Κοτσόβολος και του πήγε ψωμί. Από ευγνωμοσύνη ο Ασουλάν-μπέης του χάρισε το ασημένιο καριοφύλι, το οποίο φυλασσόταν ως κειμήλιο. Δυστυχώς, ο έγγονός του, Βασίλης κι αυτός στο όνομα, το πούλησε σ΄ έναν Αποστολόπουλο (Μπουμπούκη) από το Κούμαρο.
Στο μεγάλο αγώνα για τη λευτεριά το Βλάση έδωσε το δικό του παρόν. Στήριξε τον αγώνα με τη συμμετοχή σ΄ αυτόν κατοίκων του χωριού με κυριότερους εκφραστές τον Κωνσταντίνο Δούβαλη, το Γιάννη Κακουρόγιαννη και τον Κανέλλο Μαρινόπουλο. Για την προσφορά και των τριών προαναφερθέντων θα αναφερθούμε αναλυτικά στη συνέχεια. Επίσης, στήριξε τον αγώνα και με εισφορές σε προϊόντα του χωριού.
Το "Κρυόρεμα" είναι το ποτάμι που ξεκινά ανατολικά του Μανιακίου, περνά ανάμεσα από τα χωριά Βλάση και Βλαχόπουλου (εκεί το λένε Ζαρκουμάνου) και χύνεται στο ποτάμι του Κεφαλόβρυσου. Στο ποτάμι αυτό έγινε στις 20 Μαΐου 1825, μετά τη μάχη του Μανιακίου, μια μεγάλη σφαγή. Ας δούμε, όμως, τα γεγονότα με τη σειρά:
Όταν ο Ιμπραήμ κατέλαβε τα ταμπούρια του Παπαφλέσσα στο Μανιάκι και σκότωσε τον ήρωα, μια ομάδα Ελλήνων προσπάθησε να διαφύγει μέσα σ΄ αυτό το χαλασμό κάνοντας κατά το βουνό "Κουφιέρο", το βουνό δηλαδή που είναι χτισμένο το Κοντογόνι. Αναζητούσαν δρόμο διαφυγής κυνηγημένοι από το αραβικό ιππικό. Φτάνοντας στο ποτάμι που λέγεται "Κρυόρεμα" οι ιππείς δεν μπορούσαν να τους ακολουθήσουν. Άφησαν τα άλογά τους και συνέχισαν το κυνηγητό στις όχθες του ποταμού. Η βοή από το βρόντο των όπλων και τις φωνές των διωκόμενων και των διωκομένων σε συνδυασμό με τους ήχους των σαλπίγγων και των τυμπάνων, τις κραυγές πόνου από τους πληγωμένους έδιναν εικόνα από την κόλαση του Δάντη. Οι δυνάμεις του Ιμπραήμ είχαν φροντίσει πριν από την έναρξη ακόμη της μάχης να φράξουν την έξοδο του ποταμού με ένα τάγμα τακτικού στρατού παρατεταγμένο. Μόλις οι 150 περίπου Έλληνες είδαν το αδιέξοδο στο οποίο είχαν πέσει και μη θέλοντας να πιαστούν αιχμάλωτοι όρμησαν με τα σπαθιά τους πάνω στο αραβικό τάγμα που τους τουφέκιζε αδιάκοπα. Αρκετοί σκοτώθηκαν, μερικοί εγκλωβίστηκαν και κάποιοι κατάφεραν να διασπάσουν τις θέσεις των Αράβων και να συνεχίσουν τη φυγή τους. Οι αραπάδες ανασυντάχτηκαν αμέσως και συνέχισαν να τους πυροβολούν. Ελάχιστοι κατάφεραν να μπουν στο δάσος του "Κουφιέρου" και να σωθούν. Αυτοί που έμειναν στις όχθες του ποταμού έπιασαν ένα βράχο και πρόβαλλαν απεγνωσμένα αντίσταση μέχρι που σκοτώθηκαν.
Η συμμετοχή στη στάση του 1838
Το 1838 το Βλάση συμμετείχε στη στάση που πραγματοποιήθηκε στη Βουφράδα. Τα γεγονότα όπως άρχισαν και εξελίχτηκαν, μας πείθουν πως αιτία ήταν η λαϊκή δυσφορία των κατοίκων της Βουφράδας απέναντι στον ενοικιαστή των φόρων, που πλούτιζε σε βάρος των αγροτών, φτάνοντας στο σημείο να εισπράττει φόρους πάνω από 25% αντί της δεκάτης. Οι οφειλές των κατοίκων της Βουφράδας προς το κράτος είχαν ως αποτέλεσμα να εκδοθεί μια σειρά εντάλματα αναγκαστικής είσπραξης. Το χάσμα πολίτη -κράτους κάθε μέρα μεγάλωνε.
Ας δούμε όμως τα γεγονότα με τη σειρά: Γραμματέας στο δήμο Βουφράσου υπηρετούσε ο Βασίλειος Μανιάτης. Ήταν καλοκαίρι του 1838, όταν ο ενοικιαστής των φόρων γύριζε τα χωριά του δήμου και εισέπραττε τα οφειλόμενα. Ο Μανιάτης, που ήταν αντίθετος στην είσπραξη των φόρων, ήρθε σε σύγκρουση μαζί του, στο Βλαχόπουλο, και του ζήτησε χρησιμοποιώντας σκληρή γλώσσα να εγκαταλείψει το συντομότερο τα χωριά, αφήνοντας υπονοούμενα για δυναμικές αντιδράσεις των κατοίκων.
Ο ενοικιαστής των φόρων κατήγγειλε αμέσως το γεγονός στο μοίραρχο, ο οποίος φοβούμενος από τα μισόλογα του Μανιάτη, εξέγερση των αγροτών, έστειλε αμέσως απόσπασμα από εννέα χωροφύλακες για να συλλάβουν το Μανιάτη και να τον οδηγήσουν στο γραφείο του, ώστε να τον ανακρίνει και να δει ποιοι κρύβονται πίσω του. Πράγματι το απόσπασμα της Χωροφυλακής συνέλαβε το Μανιάτη. Αυτός ζήτησε την προστασία των συγχωριανών του και καθώς το απόσπασμα τον οδηγούσε στο μοίραρχο, μια ομάδα κατοίκων το πρόφτασε στη θέση Καμάρι έξω από το Χατζή, ελευθέρωσε το Μανιάτη και συνέλαβε τρεις από τους εννέα χωροφύλακες.
Τα γεγονότα πλέον παίρνουν δραματική εξέλιξη. Οι κάτοικοι των χωριών μας, γνωρίζοντας ότι το κράτος θα αντιδράσει δυναμικά, αποφασίζουν να αντισταθούν. Η δυσφορία τους απέναντι στους εισπράκτορες των φόρων και κατ' επέκταση στους Βαυαρούς είχε γίνει ρεύμα, το οποίο θα δώσει διαστάσεις στα γεγονότα, εμπλέκοντας μια σειρά από δήμους. Αμέσως, συγκεντρώθηκαν 700 με 800 άνδρες που ζητούσαν δικαιότερο φορολογικό σύστημα. Και το κράτος, όμως, από την άλλη μεριά είναι αποφασισμένο να καταπνίξει τη στάση ώστε να μην αποτελέσει "πιλότο" και για άλλες περιοχές της Ελλάδας, που βογκούσαν από την εκμετάλλευση του φορολογικού συστήματος. Την επιχείρηση ανέλαβε ο έμπειρος σ' αυτά αντισυνταγματάρχης Μαξ Φέδερ, που εξόρμησε από τη Μεθώνη για να επιβάλει με τη βία την "τάξη" και να τιμωρήσει παραδειγματικά τους "αποστάτες".
Τα χωριά του δήμου Βουφράσου βρίσκονται σε "εμπόλεμη κατάσταση", προετοιμαζόμενα για την επίθεση του Μαξ Φέδερ. Την εποχή αυτή, στο διπλανό δήμο Βίαντος δήμαρχος είναι ο Γ. Μοσχοβίτης, άνθρωπος "επαναστάτης" με "αντιβαβαρικές" τάσεις, που δεν αργεί να μπει στα γεγονότα συμπαραστεκόμενος στο δήμο Βουφράσου μια και η ίδια αιτία "έκαιγε" όλους. Το παράδειγμα του Μοσχοβίτη θα το μιμηθούν και οι δήμοι Αιγάλεω και Πηδάσου. 'Ετσι οι "επαναστάτες" κατέχουν τα χωριά: Χατζή, Βλαχόπουλο, Γκρούστεσι, Βλάση, Αρναούταλη, Μηλιώτη, Μαργέλι, Κοντογόνι, ΖαΤμογλι, Βελή, Πελεκανάδα, Κουρτάκι, Μίσκα, Δάρα, Καρακασίλη, Μεμερίζι, Χωματάδα, Αβαρινίτσα, Κρεμμύδια, Φουρτζή, Νταούτι, Χανδρινού, Χωματάδα, Μηνάγια, Μηλίτσα, Σκάλα, Κυνηγού, Καντηλισκέρι, Άγιος Ηλίας, Σκάντζαγα, Λέζαγα, Καραμανώλη, Σιακάλια και πολλούς άλλους μικρούς οικισμούς. Μια περιοχή, δηλαδή, με πάνω από τριάντα τρία χωριά.
Την ίδια, όμως, στάση με τους δήμους Βίαντος, Πηδάσου και Αιγάλεω δεν κράτησαν οι υπόλοιποι δήμοι της περιοχής. Έτσι, πολλοί δήμαρχοι προσκείμενοι στους Βαβαρούς καταδίκασαν τη στάση. Ένας απ' αυτούς ήταν ο δήμαρχος Τρίκκης Αναγνώστης Πουλόπουλος. Παρά το γεγονός ότι ο Πουλόπουλος πραγματοποίησε εκστρατεία ενάντια στους στασιαστές, μια και έτρεψε φιλοβαυαρικά αισθήματα, στη συνέχεια συκοφαντήθηκε και κατηγορήθηκε για έμμεση συμμετοχή στη στάση. Η υπόθεση οδηγήθηκε στο δικαστήριο και εκεί αθωώθηκε. Άλλος δήμαρχος που τάχτηκε ενάντια στους στασιαστές ήταν ο δήμαρχος Θουρίας Κώστας Δικαίος. Ο Δικαίος ήταν άνθρωπος φιλοβαυαρός, γι' αυτό και οι Βαυαροί τον διόριζαν συνέχεια δήμαρχο.
Στις 3 Αυγούστου, ώρα 12 τα μεσάνυχτα, ο διοικητής Ιωάννης Σούτσος καλεί έκτακτη σύσκεψη και αποφασίζει το πρωί να εκστρατεύσει στα Βουφραδοχώρια ο ίδιος μαζί με τον υπομοίραρχο Δαλωνά και δύναμη 250 ανδρών. Στην πορεία ενισχύθηκαν με τους ανθρώπους των δημάρχων Τρίκκης και Θουρίας, καθώς και με εκείνους του Γεωργίου Περρωτή.
Οι κυβερνητικές δυνάμεις, αφού διέλυσαν με ευκολία κάποιες μικρές ομάδες στασιαστών στην πορεία τους, έφτασαν στη Βουφράδα. Οι στασιαστές στο διάστημα αυτό είχαν καταστρώσει το σχέδιό τους που προέβλεπε κατάληψη του Νεοκάστρου και κινήθηκαν με κατεύθυνση την Πύλο. Βρέθηκαν, όμως, στις 4 Αυγούστου μπροστά στις κυβερνητικές δυνάμεις που έρχονταν από Πύλο και Μεθώνη. Η σύγκρουση πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στα χωριά Σουληνάρι και Χανδρινού και οι στασιαστές νικήθηκαν. Μια δεύτερη σύγκρουση που έγινε στις 5 Αυγούστου στη θέση Γουβιά, ανάμεσα στα χωριά Χατζή και Φουρτζή είχε για τους στασιαστές την ίδια τύχη. Η στάση καταπνίγηκε στη γένεσή της. Δύο μέρες ήταν αρκετές για το Σούτσο και το Φέδερ ώστε να σβήσουν κάθε εστία εξέγερσης και να συλληφθούν 26 παράγοντες του τόπου, οι περισσότεροι των οποίων ήταν αγωνιστές του 1821 από τη Βουφράδα, το δήμο Βίαντος, το δήμο Αιγάλεω και το δήμο Πηδάσου και να οδηγηθούν στο έκτακτο στρατοδικείο Καλαμάτας. Από 'δώ και πέρα αρχίζει μια σειρά από δίκες που διαρκούν σχεδόν τρία χρόνια και που μέχρι σήμερα μας είναι άγνωστες οι αποφάσεις των δικαστηρίων. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις συγκρούσεις αυτές έχασαν τη ζωή τους έξι στασιαστές.
Η δολοφονία του Γεωργίου Μαργέλι στο Βλάση
"Τρεις περδικούλες κάθονται στον Αι Λια στη ράχη
Δεν κλαις Μαργέλαινα δεν κλαις!
Η μια τηράει του Χατζή η άλλη το Βουλκάνο
και η τρίτη η καλλίτερη τηράει το Μαργέλι.
Δεν κλαις Μαργέλαινα δεν κλαις!
Τρεις μπαταριές του ρίξανε και οι τρεις φαρμακωμένες.
Δεν κλαις Μαργέλαινα δεν κλαις!"
Η δολοφονία του Γεωργίου Μαργέλη, γιου του δημάρχου Αθανασίου Μαργέλη, έγινε στο χωριό Βλάση. Δύο ήταν οι οικογένειες που πρωτοστάτησαν: αυτή των Δουβαλαίων που πολιτικά ανήκε στον Τσαπόγα και εκείνη των Ασημακαίων που πολιτικά ανήκε στο Μαργέλη.
Στο χωριό Βλάση γίνονταν τα "φανερώματα" της Διαμάντως Ασημάκη με τον Περικλή Δούβαλη. Ο Μαργέλης βρισκόταν με δέκα ένοπλους κλητήρες στα χωριά του Αριστομένη. Καθώς επέστρεψε στο Χατζή, σταμάτησε για λίγο στο Μηλιώτη όπου πληροφορήθηκε από κάποιο Ρότσο για τα "φανερώματα" αυτά. Γνωρίζοντας ότι οι Δουβαλαίοι ανήκαν στον Τσαπόγα, σκέφτηκε ότι θα είναι πλέον πολύ εύκολο γι' αυτούς να παρασύρουν όλους τους Ασημακαίους ώστε να ψηφίσουν Τσαπόγα, με αποτέλεσμα να χάσουν αυτός και ο πατέρας του τη δύναμή τους στο Βλάση. Τότε αποφάσισε, παρά την αντίθετη γνώμη Μηλιωταίων παραγόντων. να πάει αμέσως στο Βλάση και να χαλάσει τα "φανερώματα"- αρραβώνες.
Πράγματι. πήγε στο μαγαζί των Ασημακαίων όπου γινόταν το γλέντι. Κάποιος Μητρόπουλος, που έφερε το παρατσούκλι "Χαυταλεύρης", σε έντονο ύφος τον ρώτησε τι ζητούσε εκεί και τότε ο δήμαρχος τον χαστούκισε. Αυτό θεωρήθηκε προσβολή από τον παρευρισκόμενο που έφερε το παρατσούκλι "Πλιόνος" και με το πιστόλι του τραυμάτισε το δήμαρχο στην κοιλιά. Η φρουρά ανταπέδωσε τα πυρά. Συγκεκριμένα, κάποιος Παπαδόπουλος από τη φρουρά σκότωσε την κόρη του Παναγιώτη Δούβαλη, Αγγελική και κάποιος άλλος τραυμάτισε σοβαρά στο χέρι τον Κωνσταντίνο Δούβαλη. Τότε, ενώ είχαν τραβήξει το Μαργέλη έξω για να του παράσχουν τις πρώτες βοήθειες, ο Περικλής Δούβαλης, που απουσίαζε εκείνη τη στιγμή από το γλέντι και πληροφορήθηκε τα γεγονότα, πήρε το ντουφέκι του και τον αποτελείωσε με δυο βολές.
Έτσι το Βλάση έπεσε σε βαθύ πένθος και η περιοχή της Βουφράδας στερήθηκε τις υπηρεσίες ενός ικανότατου άνδρα. Τα μίση οξύνθηκαν και το "πολιτικό καζάνι" συνέχισε να βράζει επικίνδυνα σε βάρος, βέβαια, της ανάπτυξης του τόπου.
Οι Βλασαίοι στον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο (1912)
Ο πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος του 1912 βρήκε τη νεολαία του χωριού μας στις επάλξεις του καθήκοντος, έτοιμη να δώσει και τη ζωή της για την απελευθέρωση των ελληνικών εδαφών που ζούσαν κάτω από σκληρή σκλαβιά.
Πέντε Βλασαίικα παλικάρια βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή με τη στρατιά της Ηπείρου και κάποιοι με τη στρατιά της Θεσσαλίας. Αυτοί ήταν:
Οι Βλασαίοι στο δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο
Στο δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο (17 Ιουνίου 1913-28 Ιουλίου 1913) συμμετείχαν οι παρακάτω Βλασαίοι:
Από τους παραπάνω αγωνιστές ο Αθανάσιος Μυλωνάς του Αναστασίου και ο Δημήτριος Κακούρης του Γεωργίου είχαν λάβει μέρος και στον πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, όπου είχαν διακριθεί για το θάρρος τους και τη γενναιότητά τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Δημήτριος Κακούρης, ο Μυλωνάς Αθανάσιος και ο Γεώργιος Μητρόπουλος συμμετέχοντες σε Συντάγματα της IV Μεραρχίας Τρίπολης πολέμησαν γενναία στη μάχη του Κικλίς και στα στενά της Κρέσνας. Ο Μυλωνάς Χρήστος, ο Ζάκης Παναγιώτης και ο Κακούρης Αλέξανδρος υπηρέτησαν την περίοδο αυτή σε μη μάχιμες μονάδες.
Στον πόλεμο αυτό το Βλάση στάθηκε τυχερό αφού κανένα από τα παιδιά του δε σκοτώθηκε.
Οι Βλασαίοι στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο
Δεκαεννέα παλικάρια του χωριού μας άφησαν τις δουλειές τους και τη δημιουργική τους πορεία κι έτρεξαν στο πρόσταγμα της πατρίδας συμμετέχοντες στις πολεμικές συγκρούσεις του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918). Έγραψαν μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες λαμπρές σελίδες δόξας στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Τα ονόματα των δεκαεννέα παλικαριών του χωριού μας είναι: (στην παρένθεση το έτος γέννησής τους):
Τρία από τα παραπάνω παλικάρια του χωριού δεν επέστρεψαν πίσω στο Βλάση. Έδωσαν την ίδια τους τη ζωή για την πατρίδα. Είναι οι παρακάτω «αθάνατοι» του χωριού: Λυμπερόπουλος Γεώργιος του Αποστόλη, Φουρτούνης Στυλιανός του Κωνσταντίνου και Κακούρης Δημήτριος του Γεωργίου. Οι τρεις αυτοί Βλασαίοι τρέχοντας στο πρόσταγμα της πατρίδας βρέθηκαν στο πόστο του πρωτομάχου εθναποστόλου, του εθνεγέρτη και με την ηρωϊκή τους θυσία σπείρανε και καλλιεργήσανε το ζωοποιό και γνήσια ελληνικό πνεύμα της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της Εθνικής Ανεξαρτησίας, της Κοινωνικής Δικαιοσύνης και της Ειρήνης.
Οι Βλασαίοι στη Μικρασιατική Εκστρατεία
Στη Μικρασιατική Εκστρατεία έδωσε το παρόν και η νεολαία του χωριού Βλάση που ντύθηκε στο χακί και έτρεξε στο πρόσταγμα της πατρίδας.
Τα παρακάτω είκοσι τρία άτομα από το Βλάση συμμετείχαν στην εκστρατεία του 1920-1922:
Από τους είκοσι τρεις παραπάνω αγωνιστές τέσσερις άφησαν την τελευταία τους πνοή για την πατρίδα στη Μικρά Ασία. Πρόκειται για τους: Ζάκη Παναγιώτη του Δημητρίου που είχε γεννηθεί το 1892, Κοτσόβολο Παναγιώτη του Δημητρίου που είχε γεννηθεί 1899, Κοτσόβολο Χαράλαμπο του Ιωάννη που είχε γεννηθεί το 1897 και Μυλωνά Σταύρο του Χαράλαμπου που είχε γεννηθεί το 1898.
Οι Βλασαίοι στον πόλεμο του 1940
Στον πόλεμο του 1940 έτρεξαν είκοσι Βλασαίοι να εκπληρώσουν το χρέος τους στην πατρίδα που δεχόταν την ύπουλη επίθεση των Ιταλών. Αυτοί ήταν:
Από τους παραπάνω αγωνιστές ο Θανάσης Ασημάκης δεν επέστρεψε πίσω στο Βλάση. θυσιάστηκε για την πατρίδα στη μάχη της Τρεμπεσίνας. Επίσης, τραυματίστηκαν ο Κακούρης Βλάσης, ο Μαρινόπουλος Σπύρος και ο Λυμπερόπουλος Γεώργιος του Κωνσταντίνου.
Δυο Βλασαίοι μιλάνε για τη συμμετοχή τους στον πόλεμο
Δυο Βλασαίοι, ο Θεοδωρακόπουλος Γεώργιος και ο Παναγιώτης Νέστορας μιλάνε για τις ανάγκες του βιβλίου «Οι ρίζες μας» του Τάσου Αποστολόπουλου, το 1987, για τη συμμετοχή τους και τη δράση του στον πόλεμο του 1940.
Θεοδωρακόπουλος Γεώργιος: Η συμμετοχή μου στον πόλεμο του Σαράντα
Ο Θεοδωρακόπουλος Γεώργιος που γεννήθηκε στο Βλάση το 1912 και πέθανε στις 27 Μαϊου 1995 μας είχε περιγράψει τη συμμετοχή του στον πόλεμο του 1940 ως εξής: «Στις 28 Οκτωβρίου 1940 το βράδυ έφυγα από το χωριό παρέα με το Βλάση Κακούρη, το Γιάννη Λυμπερόπουλο και άλλους για να καταταγούμε στο στρατό. Φύγαμε με τα πόδια από το χωριό και με ένα παλιοφάναρο στα χέρια για να βλέπουμε τη νύχτα φτάσαμε στο Ριζόμυλο. Κάποιος από την παρέα σκέφτηκε να κρύψουμε το φανάρι για να το πάρουμε όταν θα επιστρέφαμε από τον πόλεμο. Βίαια το αρπάξαμε από τα χέρια του και το καταστρέψαμε ξεσπώντας σε γέλια. Ήταν το πρώτο και το μοναδικό αστείο που έγινε από τότε που φύγαμε από το χωριό. Στο Ριζόμυλο μπήκαμε στη μέση του δρόμου αναγκάζοντας ένα φορτηγό να σταματήσει, να ανέβουμε πάνω και να πάμε στην Καλαμάτα. Κατατάγηκα στο 9ο Σύνταγμα Πεζικού και ύστερα από δυο μέρες μας έδιωξαν και μας πήγαν στον Πύργο της Ηλείας. Στον Πύργο μείναμε δέκα μέρες και μας έκαναν μεταγωγικούς. Αφού μας έδωσαν άλογα δια μέσου Πάτρας και Ναυπάκτου φτάσαμε στα Γιάννενα. Ήταν μια πορεία δύσκολη και αρκετά κουραστική. Στα Γιάννενα μείναμε λίγες μέρες και στη συνέχεια προχωρήσαμε στο εσωτερικό της Αλβανίας. Το πρώτο χωριό που βρήκαμε ονομαζόταν Κακαβιά. Συνεχίσαμε και πήγαμε αποστολή στους Αγίους Σαράντα και μετά φτάσαμε στο Μπόρσι. Έπρεπε να μεταφέρουμε τα πάντα για τις ανάγκες των στρατιωτών μας στην πρώτη γραμμή. Από το Μπόρσι πήραμε δυτική κατεύθυνση, περάσαμε τα χωριά Κρίλα και Φτέρη και φτάσαμε μέχρι το Κούτσι. Η ειδικότητά μου δεν μου επέτρεπε να πολεμήσω στην πρώτη γραμμή αλλά η προσφορά των μεταγωγών ήταν καθοριστική. Το μέτωπο κατέρρευσε στις 12 Απριλίου 1941 αλλά στις 23 Απριλίου εγώ ήμουν ακόμη στην Αλβανία. Μετά από περιπέτειες που δεν περιγράφονται γύρισα στο Βλάση στις 8 Μαϊου 1941...».
Νέστορας Παναγιώτης: Η πορεία μου προς την Κορυτσά
Ο Παναγιώτης Νέστορας γεννήθηκε στο Βλάση το 1913 και ήταν της στρατιωτικής κλάσης του 1934. Μας είπε τα παρακάτω για τη συμμετοχή του στον πόλεμο: «Παρουσιάστηκα στην Καλαμάτα με την έναρξη του πολέμου και την ίδια βραδιά με έστειλαν στην Αθήνα, στη μοίρα αυτοκινήτων που ήταν στην πλατεία Ρηγίλλης. Παραμονή Χριστουγέννων με έστειλαν στη Ροδόνα κοντά στο Αμύνταιο. Εκεί με τοποθέτησαν συνοδηγό σε ένα αυτοκίνητο που μετέφερε τρόφιμα στην Κορυτσά. Έτσι, εγκαταστάθηκα μόνιμα στην Κορυτσά. Η δουλειά μας ήταν να παίρνουμε τα πολεμοφόδια και τα τρόφιμα από την Κορυτσά και να τα προωθούμε στην πρώτη γραμμή. Έκανα αυτή τη δουλειά για εβδομήντα μέρες. Εκεί συνάντησα και τον συγχωριανό μου Χρήστο Κακούρη. Μετά την κατάρρευση του μετώπου επέστρεψα στο χωριό...».
Μετά την κατάρρευση του μετώπου το 1941 στην Καλαμάτα εγκαταστάθηκε το 64ο Σύνταγμα Πεζικού των Ιταλών που άνηκε στη Μεραρχία «Κάλιαρι». Διοικητής του Ιταλικού Συντάγματος στην Καλαμάτα και του Τομέως της Μεσσηνίας ήταν ο Συνταγματάρχης Pierluigi Testa.
Αυτά, τα πέτρινα χρόνια της κατοχής, στο Βλάση ήρθαν τα ιταλικά στρατεύματα τρεις φορές. Δεν πείραξαν κανένα παρά άρπαξαν αιγοπρόβατα, πουλερικά, ελαιόλαδο σιτάρι και άλλα προϊόντα. Μάλιστα στη μια επιδρομή τους έπιασαν τους Βλασαίους στον ύπνο. Ήταν άνοιξη του 1943 όταν το Βλάση βρέθηκε περικυκλωμένο. Κανείς δεν πρόφτασε να απομακρυνθεί ή να κρυφτεί. Έγινε εκτεταμένος έλεγχος σε σπίτια, δε βρέθηκε κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο και οι Ιταλοί αφού συγκέντρωσαν αρκετά προϊόντα που άρπαξαν από τα σπίτια του χωριού έφυγαν.
Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών στην Καλαμάτα εγκαταστάθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1943 το 749 Σύνταγμα Κυνηγών των Γερμανών που ανήκε στην 117 Μεραρχία Κυνηγών. Διοικητής των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στη Μεσσηνία ήταν ο Αντισυνταγματάρχης Wolflhger. Ένα Τάγμα του 749 Συντάγματος Κυνηγών εγκαταστάθηκε στο Χατζή. Από το σημείο αυτό αρχίζουν τα βάσανα για το χωριό μας και για ολόκληρη τη Βουφράδα.
Ήταν Μεγάλη Παρασκευή του 1944 όταν γερμανικά στρατεύματα κατοχής εισέρχονται στο Βλάση ερχόμενα από το Κοντογόνι με άγριες διαθέσεις. Ευτυχώς οι Βλασαίοι πρόφτασαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία και εγκατέλειψαν το χωριό που οι Γερμανοί το βρήκαν άδειο. Οι περισσότεροι είχαν κρυφτεί στη Βλασόχουνι. Τότε έφτασε στο χωριό και ένα δεύτερο τάγμα Γερμανών από το Βλαχόπουλο. Οι Γερμανοί αφού έψαξαν όλα τα σπίτια και αφού συγκέντρωσαν διάφορα αγροτικά προϊόντα που άρπαξαν στο γιοφύρι του χωριού έβαλαν φωτιά και έκαψαν το σπίτι του Νικολάκη Νέστορα καθώς και το σπίτι του Θανάση Κοτσόβολου. Τα σπίτια καταστράφηκαν ολοσχερώς και ανοικοδομήθηκαν αργότερα. Είχαν σκοπό να κάψουν και το σπίτι του Ανδρέα Μάστορα το οποίο έσωσε από τη φωτιά η Ευγενία Μάστορα που αντέδρασε έντονα στους Αλεξοπουλαίους που συνόδευαν τους Γερμανούς και τους οποίους γνώριζε.