ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΑΝΤΙΒΑΒΑΡΙΚΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΦΡΑΔΑΣ

Για να μελετήσουμε τα γεγονότα του 1838 που διαδραματίστηκαν στη Βουφράδα, τα οποία πήραν τη μορφή "λαϊκής εξέγερσης" εμπλέκοντας μια σειρά από δήμους, θα πρέπει να εξετάσουμε κατά πρώτον πώς δημιουργήθηκε το βαθύ χάσμα ανάμεσα στο κράτος και στους πολίτες. Γιατί έφτασαν στο σημείο οι Βουφραδιώτες να βλέπουν το ελληνικό κράτος σαν εχθρό; Πώς οδηγήθηκαν στο σημείο να συναντούν χωροφύλακες ή αποσπάσματα και να τρέχουν να κρυφτούν φοβισμένοι μήπως αυτά βγήκαν για εκτέλεση ενταλμάτων; Γιατί γιγαντώθηκε η λαϊκή δυσφορία;

Η πρώτη δυσαρέσκεια εκδηλώθηκε μετά από ένα διάταγμα του Μάουρερ στις 14 Φεβρουαρίου 1834. Με το διάταγμα αυτό, το κράτος άρπαζε τη μοναστηριακή και εκκλησιαστική περιουσία. Μια περιουσία που ζητούσαν οι ακτήμονες να περάσει στα χέρια τους. Η λαϊκή δυσφορία στη Βουφράδα και σ' ολόκληρη τη Μεσσηνία φόβισε τους Βαβαρούς, που έστειλαν ισχυρές δυνάμεις στρατού στα χωριά της Μεσσηνίας. Οι Βαβαροί κατέκλυσαν τη Μεσσηνία συλλαμβάνοντας τους "αντιδραστικούς" πρώην αγωνιστές.

Σε μια εποχή που η Ελλάδα παρουσίαζε εικόνα ερήμωσης, αφού δεν υπήρχαν τα κατάλληλα μέτρα και μέσα ανοικοδόμησης και το 70% της εύφορης γης ήταν εγκαταλελειμμένο, ήρθε και η λαϊκή δυσφορία, αφού το πρόγραμμα του φιλέλληνα δημοσιολόγου Θείρσιου δεν εφαρμόστηκε. Δεν πρέπει να αγνοούμε ακόμη ότι από τα 20 εκατομμύρια στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, μόνο τα 2,5 εκατομμύρια στρέμματα ήταν ιδιόκτητα και αυτά, μεγάλων τσιφλικάδων. Τι έλεγε το πρόγραμμα του Θείρσιου, που ο κόσμος το επικροτούσε; Σύμφωνα με το Θείρσιο, οι ακτήμονες Έλληνες ήταν 500.000. Eισηγήθηκε κατά πρώτον την αγορά βοδιών από τη Θεσσαλία και τη Μικρά Ασία και τη διανομή των εθνικών κτημάτων στους ακτήμονες. Εισηγήθηκε ακόμη την κατασκευή αγροτικών δρόμων, την τροποποίηση της φορολογίας της δεκάτης, τον έλεγχο των τίτλων όσων είχαν καταλάβει εθνικά τμήματα με αντιπαραβολή των τίτλων αυτών με το κτηματολόγιο της Κωνσταντινούπολης. Πρότεινε ακόμη να εισαχθούν καλύτερες καλλιέργειες αμπελιών και ελαιοδένδρων καθώς και καλύτερα ελαιοπιεστήρια. Ακόμη ζήτησε να ιδρυθούν δημόσιες αποθήκες και να καταπολεμηθεί η αισχροκέρδεια και η τοκογλυφία.

Η κυβέρνηση, αντί να πραγματοποιήσει το παραπάνω πρόγραμμα, έκανε το αντίθετο. Με χαριστικούς στρατιωτικούς νόμους κατασπατάλησε την εθνική γη. Εξέδωσε, στις 26 Μαΐου 1843, το νόμο "Περί προικοδοτήσεως ελληνικών οικογενειών". Με το νόμο αυτό χορηγούσε, κατά κυριότητα, στους αρχηγούς των ελληνικών οικογενειών, εθνικά κτήματα αξίας μέχρι δύο χιλιάδων δραχμών, που τα αγόραζαν σε δημοπρασίες με γραμμάτια εξοφλητέα σε 36 ετήσιες δόσεις και με χρεωλύσιο 6% κάθε χρόνο εξοφλητέο και με μείωση του εγγείου αυτού φόρου σε 3%. Τα αποτελέσματα αυτής της ενέργειας ήταν τραγικά για το φτωχό αγρότη. "Λόγω όμως του πολύ μικρού ποσού της προικοδότησης και του τρόπου της χορήγησής της με αγορά σε δημοπρασίες υψώνονταν οι τιμές των γαιών και κατά συνέπεια μειωνόταν η αξία των χορηγηθέντων δισχιλιοδράχμων γραμματίων. Φτωχοί δε άνθρωποι πιεζόμενοι από την ανάγκη, πουλούσαν τα γραμμάτιά τους με έκπτωση 20 - 40% σε πλουσιότερους. Και έτσι το αμελητέο αυτό μέτρο είχε σαν αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν μεγάλες περιουσίες σε λίγα χέρια" (1).

Οι χωρικοί μας, λοιπόν, καταπιεζόμενοι και υφιστάμενοι εκμετάλλευση από τους κομματάρχες, τους φορολήπτες, τις αρχές κ.ά. έτρεφαν μεγάλη αντιπάθεια στο σύστημα. Μαστίζονταν καθημερινά από την τοκογλυφία σε τέτοιο βαθμό που ο Γάλλος σαινσιμονιστής Έιχταλ, ο οποίος είχε πάρει θέση στον ελληνικό κρατικό μηχανισμό, μετά από μια περιοδεία στην ύπαιθρο, γράφει ότι γνώρισε αγρότες που "δανείστηκαν με τόκο 3% για να καλλιεργήσουν κτήματα που είχαν αγοράσει". Γράφει ακόμη ότι "οι έφοροι πλουτίζουν σε βάρος του δημοσίου και των αγροτών. Πληρώθηκαν φόροι 25% αντί δεκάτης".

Αυτό το κλίμα επικρατούσε στην ύπαιθρο, γι' αυτό έχουμε και μια σειρά από εξεγέρσεις αγροτών. Στη Βουφράδα, το καζάνι έβραζε μέχρι που ήρθε το 1838 και ξέσπασαν τα γεγονότα που συγκλόνισαν την περιοχή.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΤΣΑΛΤΑΣ: Το ελληνικό αγροτικό πρόβλημα από την αρχαιότητα έως σήμερα, Αθήνα 1977, σελίδα 68.