|
Ινστιτούτο Εργασίας Γ.Σ.Ε.Ε Εμμ.Μπενάκη 71Α
210-3327710, Fax: 3304452
e-mail: info@inegsee.gr |
|
Στις 11 Μαΐου 2009, στα γραφεία της ΓΣΕΕ, συνεδρίασε η διοίκηση του Ινστιτούτου Εργασίας με θέματα:
- Εκσυγχρονισμός επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας
- Αξιολόγηση αποτελεσμάτων του Γ΄ ΚΠΣ
Εκπονήθηκαν δυο μελέτες οι οποίες παρουσιάστηκαν στη διοίκηση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και εκδόθηκαν σε σχετικό τεύχος του Ινστιτούτου το οποίο προλογίζει ο Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ως εξής:
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Παρουσιάζουμε σε αυτό το τεύχος δύο μελέτες για δύο κρίσιμα και επίκαιρα θέματα: τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας αφενός, και αφετέρου τις αξιολογήσεις των αποτελεσμάτων του Γ’ ΚΠΣ που είναι δυνατόν να γίνουν με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία.
Όπως είναι γνωστό, εφαρμόστηκαν κατά την τελευταία 30ετία στον τομέα των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας πολιτικές μεταφοράς τους στον ιδιωτικό τομέα, οι οποίες συνεχίζουν και στη Ελλάδα να εμφανίζονται ως βασικές «μεταρρυθμίσεις». Ένας απολογισμός όμως των αποτελεσμάτων αυτών των πολιτικών και η αναζήτηση
του νέου ρόλου τους κατά τη σημερινή περίοδο γενικευμένης οικονομικής, περιβαλλοντικής και κοινωνικής κρίσης, οδηγούν στην ανάγκη μιας ολοκληρωτικά διαφορετικής προσέγγισης.
Το συμπέρασμα που βγαίνει από τη Διεθνή εμπειρία είναι καταρχάς ότι η ιδιωτικοποίηση μετέτρεψε δημόσιες επιχειρήσεις με αδυναμίες σε ιδιωτικά μονοπώλια εκτός ελέγχου. Και ματαιώνεται με αυτό τον τρόπο ο ισχυρισμός ότι η ιδιωτικοποίηση συνυπάρχει με τη δημιουργία μιας αγοράς που θα αναγκάσει τις επιχειρήσεις να ανταποκριθούν στις ανάγκες των καταναλωτών.
Η Διεθνής εμπειρία δείχνει επίσης ότι κατά κανόνα δεν βελτιώθηκε η ποσότητα των υπηρεσιών, ούτε μειώθηκαν οι τιμές, ότι η αυξημένη κερδοφορία δεν προέκυψε από βελτίωση των συνθηκών παραγωγής αλλά από συμπίεση των αμοιβών και επιδείνωση των συνθηκών εργασίας, και ότι οι επιχειρήσεις δεν φρόντιζαν με τον ίδιο τρόπο όλους τους καταναλωτές-πολίτες.
Ενώ όμως συγκεντρώνονταν πληροφορίες και αναλύσεις που έδειχναν ότι η αποτελεσματικότητα της αγοράς, αλλά ακόμα και η ίδια η ύπαρξή της, ήταν ένας μύθος, το ξέσπασμα της Διεθνούς οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με τη δυναμική της κλιματικής αλλαγής, ξανάφεραν στην επικαιρότητα την ανάγκη της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, αλλά και πιο συγκεκριμένα την ανάγκη της άσκησης δημοσίων πολιτικών που επαναφέρουν την έννοια των δραστηριοτήτων δημοσίου συμφέροντος.
Σε σύγκριση όμως με την περίοδο της μεταπολεμικής ανάπτυξης κατά την οποία διαμορφώθηκαν και γιγαντώθηκαν οι δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, βρισκόμαστε σήμερα σε μια εντελώς νέα συγκυρία. Οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν εντάσσονται σε ένα πρότυπο συνεχιζόμενης καπιταλιστικής συσσώρευσης κεφαλαίου, αλλά καλούνται να καλύψουν σε περίοδο πολύπλευρους κρίσης, ανάγκες κοινωνικές, ανάγκες υποδομών, ανάγκες τις οποίες υπαγορεύουν οι πολιτικές άμβλυνσης της κλιματικής αλλαγής και ανάγκες που αφορούν στη εκπαίδευση, την έρευνα και την τεχνολογία.
ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΟΥ ΙΝΕ 9
Τα ζητήματα της κατανομής των διαθέσιμων οικονομικών πόρων, της επιλογής στόχων των δημόσιων πολιτικών, του σχεδιασμού και συντονισμού της υλοποίησής τους, είναι σχεδόν όλα ανοιχτά. Και μόνο με τον συνδυασμό παραγωγής νέας γνώσης για τα διάφορα πεδία πολιτικών και δημιουργίας των συνθηκών για ένα διευρυμένο δημόσιο διάλογο είναι δυνατόν να διαμορφωθούν λύσεις που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον ενώ είναι ευρύτατα αποδεκτές από την κοινωνία.
Καθώς ξεκινάει με καθυστέρηση η υλοποίηση των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων της 4ης Προγραμματικής Περιόδου, δεν είναι δύσκολο να διαπιστωθεί ότι οι αξιολογήσεις των προηγούμενων προγραμμάτων του Γ’ ΚΠΣ αδυνατούν να διορθώσουν εμφανείς και σοβαρές αδυναμίες των μεθόδων διαμόρφωσης και υλοποίησής τους.
Στη δεύτερη μελέτη που παρουσιάζουμε σε αυτό το τεύχος, καταγράφονται καταρχάς τα πενιχρά αποτελέσματα σε επίπεδο απασχόλησης, καινοτομίας και ανταγωνιστικότητας, τόσο του Επιχειρησιακού Προγράμματος Ανταγωνιστικότητα στο σύνολο της χώρας, όσο και του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος Θεσσαλίας, αλλά συγχρόνως αναδεικνύεται και η περιορισμένη εμβέλεια των χρηματοδοτήσεων αυτών των προγραμμάτων, το γεγονός δηλαδή ότι επηρεάζουν μια μικρή μειοψηφία επιχειρήσεων και ένα μικρό ποσοστό των επενδύσεων που πραγματοποιούνται.
Συμπερασματικά οδηγούμαστε στην εξής υπόθεση εργασίας, η οποία χρειάζεται περαιτέρω έρευνα και μελέτη: η μεταφορά πόρων προς πολιτικές και εργαλεία πολιτικής, όπως η έρευνα που μπορεί να αποτελέσει τη βάση για καινοτομίες , η δημιουργία ισχυρών δομών στήριξης επιχειρήσεων που μπορούν να μεταφέρουν σε αυτές νέες γνώσεις για την τεχνολογία, τα προϊόντα και την οργάνωση, και η διαμόρφωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων που μπορούν να υποστηρίξουν καινοτομικές και εκσυγχρονιστικές δυναμικές των κλάδων και των επιχειρήσεων, μπορεί να διευρύνει την εμβέλεια των προγραμμάτων, και να επιτρέψει σε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων να καλύψουν υπάρχουσες ανάγκες της αγοράς, να βελτιώσουν την ποιότητα των προϊόντων τους και να αυξήσουν την απασχόληση.
Π. Λινάρδος-Ρυλμόν
|