|
Ο Τάσος Αποστολόπουλος μιλάει στην Ολομέλεια της ΟΚΕ |
Στις 30 Ιανουαρίου 2009 συνεδρίασε η ολομέλεια της ΟΚΕ και συζήτησε τρεις γνώμες:
- Γνώμη πρωτοβουλίας για τους υδατικούς πόρους
- Γνώμη πρωτοβουλίας για την τριτοβάθμια εκπαίδευση
- Γνώμη πρωτοβουλίας για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
Ο Τ. Αποστολόπουλος που συμμετείχες στις επιτροπές για τις δυο πρώτες γνώμες εισηγήθηκε ως εξής τη γνώμη των υδατικών πόρων:
Κύριε πρόεδρε
Κύριοι εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων
Η ΟΚΕ αποφάσισε να εκδώσει Γνώμη Πρωτοβουλίας με τίτλο «Υδατικοί Πόροι» προκειμένου να αναδείξει το πρόβλημα που σχετίζεται με το νερό, το οποίο αναμένεται να γνωρίσει στο μέλλον μεγάλες αλλαγές λόγω της κλιματικής αλλαγής. Αλλού το μέσο ύψος της βροχής θα αυξηθεί σημαντικά, όπως αναμένεται να συμβεί στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, αλλού, όπως στις χώρες του τρίτου κόσμου η ανομβρία θα ενταθεί, ενώ τέλος αλλού, όπως στη δική μας περιοχή, θα αλλάξει η κατανομή των βροχοπτώσεων στο χρόνο, καθώς θα έχουμε συχνότερη εναλλαγή ξηρών και υγρών περιόδων.
Για τα πρακτικά να αναφέρω ότι μετά από απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ο.Κ.Ε., ορίστηκε η Επιτροπή Εργασίας αποτελούμενη από τους: Γεώργιο Τσατήρη, Νικόλαο Σκορίνη, Τάσο Αποστολόπουλο, Κωνσταντίνο Γκουτζαμάνη και Νικόλαο Λιόλιο. Στις εργασίες της Επιτροπής Εργασίας μετείχαν ως εμπειρογνώμονες: η κα Χριστίνα Θεοχάρη και οι κ.κ. Ιωάννης Μυλόπουλος και Ανδρέας Ανδρεαδάκης. Από πλευράς Ο.Κ.Ε., μετείχε η Επιστημονική Συνεργάτης Δρ. Αφροδίτη Μακρυγιάννη, η οποία είχε και τον επιστημονικό συντονισμό της Επιτροπής. Ερευνητική στήριξη παρείχε από πλευράς Ο.Κ.Ε. η Οικονομολόγος Δήμητρα Λαμπροπούλου.
Η Επιτροπή Εργασίας ολοκλήρωσε τις εργασίες της σε τέσσερις (4) συνεδριάσεις, ενώ η Εκτελεστική Επιτροπή διαμόρφωσε την εισήγησή της προς την Ολομέλεια στη συνεδρίαση της 26 Ιανουαρίου 2009.
Αγαπητοί συνάδελφοι
Σε διεθνές επίπεδο σήμερα είναι γνωστό ότι ο μισός περίπου πληθυσμός της γης, το 40% για την ακρίβεια των κατοίκων της γης, ζουν σε περιοχές όπου οι υδρολογικές λεκάνες και τα υδατικά αποθέματα είναι διακρατικά, μοιράζονται δηλαδή μεταξύ δύο ή και περισσότερων χωρών. Διοικητικά και φυσικά όρια σε σπάνιες περιπτώσεις σήμερα συμπίπτουν, αναγκάζοντας τη διαχείριση του περιβάλλοντος και τη διαχείριση του νερού να διεθνοποιούνται και να αξιοποιούν μεθόδους και από τις περιοχές των διεθνών σχέσεων και της διπλωματίας. Οι δράσεις πλέον για να είναι αποτελεσματικές, πρέπει να ξεφύγουν από τα στενά όρια του κράτους, οδηγώντας έτσι σε μια νέα πρακτική, αυτή της διεθνούς συνεργασίας και των διεθνών συμφωνιών και συνθηκών.
Σε εθνικό επίπεδο είναι γνωστό ότι τα υδατικά ισοζύγια στις υδρολογικές λεκάνες της Ελλάδας έχουν από καιρό διαταραχθεί, με αποτέλεσμα εκτός των ανανεώσιμων, να καταναλώνεται κάθε χρόνο κι ένα μεγάλο μέρος των μόνιμων υδατικών αποθεμάτων το οποίο δεν αναπληρώνεται ποτέ. Κύρια αιτία η αυξημένη ζήτηση του νερού πρώτα στις αγροτικές και μετά και στις υπόλοιπες αστικές, βιομηχανικές, τουριστικές και ενεργειακές αναπτυξιακές δραστηριότητες, οι οποίες δε σχεδιάστηκαν ποτέ σύμφωνα με τις φυσικές δυνατότητες των υδατικών της συστημάτων.
Η επί χρόνια συντήρηση μιας οικονομικής ανάπτυξης που δε σεβάστηκε τη φέρουσα ικανότητα της ελληνικής γης, έχει ως αποτέλεσμα αυτό που σήμερα εμφανίζεται εκτεταμένα: ως εξάντληση των πηγών του νερού, ως ταπείνωση της στάθμης των υπόγειων υδροφορέων, ως μείωση της παροχής των ποταμών, ως εξαφάνιση λιμνών και υγροτόπων, ή ως υφαλμύρινση των παράκτιων υδατικών συστημάτων.
Χωρίς να αγνοείται η σημασία και η ιδιαιτερότητα των προβλημάτων ποιότητας των υδατικών πόρων το σοβαρό υδατικό πρόβλημα της χώρας, λόγω της μεγάλης εποχιακής διακύμανσης των πόρων, είναι το ποσοτικό.
Η λειψυδρία δε σημαίνει αναγκαστικά ότι δεν υπάρχει νερό, αλλά κάτι περισσότερο και συνήθως και πιο σύνθετο: ότι δηλαδή τα διαθέσιμα αποθέματα δεν αρκούν για την κάλυψη των αναγκών.
Για να επιτευχθεί λοιπόν ο στόχος της επάρκειας των υδατικών αποθεμάτων απαιτείται η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης του νερού.
Η κατάσταση που επικρατεί σήμερα στον τομέα της διαχείρισης του νερού απέχει πολύ απ’ το να έχει τα χαρακτηριστικά της βιωσιμότητας, αφού: ούτε την οικονομική ανάπτυξη μπορεί να συντηρήσει, ούτε την περιβαλλοντική προστασία και διατήρηση των υδατικών συστημάτων μπορεί να εγγυηθεί διαχρονικά, ούτε την κοινωνική ευημερία μπορεί να εγγυηθεί, ειδικά στις υποβαθμισμένες περιβαλλοντικά περιοχές και τις περιοχές που υποφέρουν από λειψυδρία.
Η ΟΚΕ θεωρεί ότι το πρόβλημα του νερού στη νέα εποχή της κλιματικής απορρύθμισης θα αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μόνο μέσα από το σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης υδατικής πολιτικής, ενταγμένης σε μια ευρύτερη στρατηγική για την πράσινη ανάπτυξη και το περιβάλλον. Η «πράσινη» ανάπτυξη λοιπόν και οι «πράσινες» οικονομικές δραστηριότητες, επειδή ακριβώς ενσωματώνουν τους περιβαλλοντικούς στόχους, λειτουργούν αφ’ εαυτών και ως κίνητρα οικολογικής συμπεριφοράς. Αποτελώντας έτσι την πεμπτουσία του νέου μοντέλου της ισόρροπης ανάπτυξης. Οι «πράσινοι» λογαριασμοί, με την ένταξη στα οικονομικά μεγέθη, όπως στο ΑΕΠ, τον κρατικό προϋπολογισμό, κλπ, με θετικό πρόσημο της αξίας του υδατικού κεφαλαίου και με αρνητικό των φυσικών και περιβαλλοντικών καταστροφών, καθώς και η επιβολή ενός «πράσινου» φορολογικού συστήματος, που θα αποδίδει οικονομικά κίνητρα οικολογικής δράσης και θα επιβάλει ποινές στις εχθρικές για το νερό πρακτικές, δεν θα απαιτήσει τίποτε περισσότερο από μια νέα αναδιάρθρωση στον τρόπο που παραδοσιακά λειτουργεί το κράτος.
Η νέα αυτή οργάνωση του διοικητικού συστήματος θα γυρίσει οριστικά την πλάτη σ’ αυτό που συμβαίνει σήμερα, όπου οι επενδύσεις στο φυσικό περιβάλλον, καθώς και στην πρόληψη και την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών, χαρακτηρίζονται ως ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό. Και όπου αντίθετα, οι περιβαλλοντικές καταστροφές, όχι απλώς δεν εγγράφονται στους οικονομικούς προϋπολογισμούς ως ζημιές, αλλά συχνά, όσο συντηρούν οικονομικά συμφέροντα και όσο εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες, αντιμετωπίζονται με θετικό πρόσημο, ως κέρδη για την εθνική οικονομία.
Η ΟΚΕ θεωρεί ότι πρώτα από όλα θα πρέπει να καθοριστούν με ακρίβεια οι πραγματικές ανάγκες και οι προϋποθέσεις ενός μακροχρόνιου προγραμματισμού. Στη συνέχεια θα πρέπει να καλυφθούν οι ελλείψεις, που έχουν άμεσες επιπτώσεις στην εξασφάλιση της δυνατότητας εφαρμογής της επιθυμητής υδατικής πολιτικής, επομένως και της δυνατότητας κάλυψης όλων των αναγκών σε νερό, όπως η έλλειψη κοστολόγησης του νερού, καθώς και η έλλειψη τιμολόγησης που να στηρίζεται αφενός σε αυτή την κοστολόγηση και αφετέρου στην προσπάθεια να καλυφθούν και άλλοι στόχοι, κοινωνικοί, εξοικονόμησης πόρων, αναπτυξιακά κίνητρα, διατήρηση επιθυμητών ποιοτικών χαρακτηριστικών στους υδατικούς πόρους, κλπ. Η έλλειψη κατανομής και απόδοσης των οικονομικών βαρών των έργων πολλαπλού σκοπού στους διάφορους επωφελούμενους τομείς χρήσης. Η έλλειψη πρόνοιας και κινήτρων για την εξοικονόμηση νερού σε όλες τις χρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της οικιακής, καθώς και συντονισμού μεταξύ των χρήσεων για λόγους οικονομίας πόρων και μέσων. Η πλημμελής σύνδεση και εναρμόνιση των υφιστάμενων προγραμμάτων ανάπτυξης με τις ανάγκες διαχείρισης νερού, από άποψη ποσότητας και ποιότητας. Η έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού και καθορισμένων χρήσεων γης, που αποτελεί ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο για την επεξεργασία μελλοντικών σεναρίων ανάπτυξης των υδατικών πόρων Η έλλειψη μακροχρόνιων προβλέψεων μεγεθών ή τάσεων πληθυσμιακών, οικονομικών, τομέων παραγωγής κλπ. στα πλαίσια του αναπτυξιακού προγραμματισμού, που να επιτρέπουν αντίστοιχες προβλέψεις σε έργα αξιοποίησης υδατικών πόρων.
|